διόβολος

διόβολος
διόβολος, -ον (Α)
(για κεραυνό) ριγμένος από τον Δία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < διο-* + -βολος < βάλλω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Διόβολος — masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διόβολος — masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Διόβολον — Διόβολος masc/fem acc sg Διόβολος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διόβολον — Διόβολος masc/fem acc sg Διόβολος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Διοβόλου — Διόβολος masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διοβόλου — Διόβολος masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Διόβολα — Διόβολος neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διόβολα — Διόβολος neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • пленимъ — (1*) прич. страд. наст. к пленити в 1 знач. Перен.: д҃шѧ не огражена молитвами. скоро плѣнима ѥсть отъ сотоны. (ὁ διοβολος ὑφ’ ἑαυτὸν ποιεῖται) Изб 1076, 231 …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • διο- — (Α) α συνθετικό πολλών αρχαίων ελληνικών λέξεων που φανερώνει καταγωγή από τον Δία, συνεπώς τον λαμπρό, τον έξοχο. Πρβλ. αρχ. διόβολος, διογενής, διόγνητος, διόγονος, διόθεν, διόκτυπος, διομηνία, διομήτωρ, διόπαις, διοπόμπησις, διοσημία,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”